- τάισμα
- και τάγισμα, το, Ν [ταΐζω / ταγίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταΐζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τάισμα — τάισμα, το και τάγισμα, το 1. παροχή τροφής, τροφοδοσία: Τέλειωσα το τάισμα της αγελάδας. 2. δωροδοκία: Θέλει τάισμα για να σου δώσει δάνειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχυστομία — βραχυστομία, η (Μ) (για βρέφος) το ότι έχει μικρό στόμα και χρειάζεται ειδικό τάισμα … Dictionary of Greek
τάγισμα — το, Ν βλ. τάισμα … Dictionary of Greek
τράστο — και (σ)τράιστο, το, Ν 1. σακίδιο για το τάισμα ζώων, τάγιστρο 2. ταγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τράστο /(σ)τράιστο έχει προέλθει από τη λ. τάγιστρο / τάιστρο μέσω ενός τ. τράγιστρο / τράιστρο (με ανάπτυξη ρ ), από τον οποίο προήλθαν οι τ. τράιστο και… … Dictionary of Greek
Σποκ, Μπέντζαμιν — (Spock). Αμερικανός γιατρός (Νιου Χάβεν, Κονέκτικαν 1903). Ειδικεύτηκε στην παιδιατρική και ανέλαβε την έδρα αυτή στο Πανεπιστήμιο του Κλήβελαν στο Οχάιο, το 1967. Τα μαθήματα του βασίζονται πάνω στην ψυχολογία και την κατάλληλη διαπαιδαγώγηση… … Dictionary of Greek
γαλακτισμός — ο το τάισμα του παιδιού με γάλα, ο θηλασμός (αντίθ. απογαλακτισμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάγισμα — το βλ. τάισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφοδοσία — η η χορήγηση τροφών ιδίως σε πλήθος ανθρώπων, τροφοδότηση, τάισμα: Η τροφοδοσία των στρατιωτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)